- λινοῦς,-ῆ,-οῦν
- + A 11-0-4-0-1=16 Ex 28,42; Lv 6,3(bis) 13,48.52linen Ex 28,42; τὰ λινᾶ linen clothes Lv 13,48
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
λινούς — ή, oύv (AM λινοῡς, ῆ, ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, έα, ον, θηλ. και έη) [λίνον] κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές … Dictionary of Greek